- αὐστηρῶς
- αὐστηρόςharshadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гроза — ГРОЗ|А (26), Ы с. 1. Ужас, страх: ѿ˫а г(с)ь ѹ насъ силѹ. а недоѹмѣние и грозу і страхъ и трепетъ вложи в на(с). за грѣхы наша. ЛН XIII–XIV, 122 (1238); и оканныи антих(с)тъ взложить грозу и прещение и страшьны˫а мукы на всѩкого чл҃вка. ˫а(к) да… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… … Dictionary of Greek
κορυνοβακτήριο — το γένος βακτηρίων που περιλαμβάνει θετικά κατά Gram βακτηρίδια και κοκκοβακτηρίδια, συχνά κεκαμμένα ή υπό μορφή αλτήρων, αυστηρώς αερόβια ή προαιρετικώς αναερόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corynobacterium < coryno (πρβλ. κορύνη) +… … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
πορτό — το, Ν άκλ. τύπος γλυκού κρασιού που ανήκει στην κατηγορία τών καθαυτό ειδικών οίνων και προέρχεται από μια αυστηρώς καθοριζόμενη από τον νόμο αμπελουργική ζώνη τής κοιλάδας Ντούρο τής Βόρειας Πορτογαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Oportu τής… … Dictionary of Greek
Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου … Dictionary of Greek